- πολυμέδιμνος
- και επικ. τ. πουλυμέδιμνος, -ον, Α(κυρίως ως προσωνυμία τής Δήμητρος) αυτός που χορηγεί πολλούς μεδίμνους με γεννήματα, που χαρίζει άφθονα σιτηρά («Δάματερ... πουλυμέδιμνε», Καλλ. Δημ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ-* + μέδιμνος «μέτρο χωρητικότητας τών σιτηρών» (πρβλ. εξ-μέδιμνος)].
Dictionary of Greek. 2013.